Χωρίς τίτλο
Με πήρε τηλέφωνο η αδελφή μου, το ήξερα πριν το σηκώσω ότι κάτι έπαθε η γιαγιά.
Μου το είπε. Δεν αντέδρασα. Το κλείσαμε. Για εκείνα τα λίγα λεπτά πριν το ξεστομίσω νόμιζα πως ζει ακόμα. Λες και η σιωπή την κρατά ζωντανή. Για λίγα λεπτά την ένιωσα εκεί δίπλα μου ζωντανή. Καταβεβλημένη, μα με καρδιά ζεστή.
Και μετά το λες, το ακούς και έτσι ξέπνοα εξαφανίζεται, σαν αεράκι από βιβλίο που κλείνει απότομα.
Η κηδεία ήταν στις 10:30. Την αντίκρισα μπαίνοντας στην εκκλησία.
Το δέρμα της άκαμπτο, χλωμό, ζαρωμένο.
Φορούσε μια μαύρη γούνα και την μαύρη της κολαριστή φούστα την καλή. Πάντα της άρεσε να είναι καλοντυμένη.
Πνιχτοί λυγμοί, ψίθυροι, άνθρωποι στα μαύρα, τσαλακωμένα χαρτομάντιλα στα χέρια. Δάκρυα από πόνο, τύψεις, στενοχώρια για το ανείπωτο, το ειπωμένο λάθος.
Συγγνώμη αν σε στενοχώρησα, συγγνώμη που δε πρόλαβα να σου πω όσα σκεφτόμουν όταν σε έβλεπα. Μου άρεσε που ήσουν πάντα περιποιημένη όταν ερχόμασταν να σε δούμε, χτενισμένη, με όμορφα ρούχα, με τα στρογγυλά χρυσά γυαλάκια σου και μας περίμενες πάνω στον καναπέ με τα κοντά ποδαράκια σου που δεν έφταναν ποτέ το πάτωμα.
Ελπίζω να μη φοβήθηκες, να μην ένιωσες μοναξιά εκείνη την ώρα… Η σκέψη όλων μας ήταν πάντα μαζί σου.
Σου ζέστανα το χέρι για τη διαδρομή.
Καλό ταξίδι γιαγιάκα μου!
Στη προηγούμενη ζωή, ήμουν θαλασσοπόρος!