
Πρώτη μέρα στο παιδικό σταθμό
Ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, αυτή τη πρώτη μας μέρα στο παιδικό σταθμό. Νομίζω πολλές μανούλες έχουν βιώσει ακριβώς τα ίδια συναισθήματα και τις ίδιες σκέψεις με εμένα.
Αρχικά θα ήθελα να σας αναφέρω, πως είμαστε κάτοικοι του εξωτερικού και εδώ υπάρχει άλλη μέθοδος προσαρμογή. Σε αντίθεση με τους περισσότερους παιδικούς σταθμούς της Ελλάδας, εδώ η μαμά κάθεται μια εβδομάδα από μια με δύο ώρες με το παιδάκι της μαζί, για να προσαρμοστεί. Στη συνέχεια, τις επόμενες μέρες το παιδί κάθεται μια ώρα μόνο του, μετά δύο ώρες κοκ.
Την πρώτη εβδομάδα λοιπόν που ήμασταν μαζί στο παιδικό σταθμό, όλα κυλούσαν πολύ ωραία.
Το παιδί ήταν χαρούμενο, έπαιζε, γελούσε, συνέχεια όμως γυρνούσε το κεφαλάκι του να δει αν είμαι εκεί. Ζητούσε την μαμά του, την ασφάλεια του, την φίλη του ( ξέρετε στο εξωτερικό τα παιδιά περνούν τον περισσότερο χρόνο στο σπίτι, λόγω κλίματος και κρύου).
Την δεύτερη εβδομάδα όμως, έπρεπε πλέον να κάτσει μόνος του μία ώρα.
Έτσι τον φίλησα, τον αγκάλιασα και του εξήγησα του πρέπει να φύγω για λίγο και θα έρθω να το πάρω πολύ γρήγορα. Μόλις το άκουσε άρχισε να κλαίει, με λυγμούς. Έλεγε “μη με αφήσεις, πάρε με μαζί σου”. Ένας κόμπος στάθηκε τότε στο λαιμό μου ( αχ πως να τον αφήσω σκεφτηκα, με τι καρδιά;), κατάπια και προσπαθώντας να κρύψω τα βουρκωμένα μου μάτια του είπα “δεν θα αργήσω μωρό μου”.Τον αγκάλιασα, τον φίλησα και βγήκα έξω από την αίθουσα.
Καθόμουν από το παράθυρο και τον έβλεπα κρυφά. Είχα τόσο περίεργα συναισθήματα, τόσο ανάμεικτα. Από τη μία χαιρόμουν, γιατί θα περνάει η ώρα του πιο ευχάριστα με τα άλλα παιδιά, θα κοινωνικοποιηθεί, θα κάνει δραστηριότητες και θα παίζει. Σκεφτόμουν αυτό είναι το καλύτερο για αυτόν. Από την άλλη μετά από 2,5 χρόνια που ήμασταν όλη μέρα μαζί, μετά από δύο χρόνια θηλασμού ήταν και για μένα δύσκολο, όχι μόνο για αυτόν.
Χαμένη στις σκέψεις μου, τον έβλεπα από την πόρτα, ότι έκλαιγε, με ζητούσε.
Ξαφνικά όμως σταμάτησε να κλαίει, άρχισε να παίζει με τη δασκάλα του (που για καλή μας τύχη είναι Ελληνίδα). Έβλεπα να εξοικειώνεται σιγά σιγά. Τότε έφυγα. Βγαίνοντας έξω σκέφτηκα, προσπαθούσα να με ενθαρρύνω. Ωραία τώρα θα έχεις λίγο χρόνο για τον εαυτό σου, σκέφτηκα. Το χέρι μου όμως, ήταν άδειο, μου έλλειπε αυτό το μικρό χεράκι. Με πήραν πάλι τα κλάματα, προσπάθησα πάλι να με ενθαρρύνω (είναι το καλύτερο και για τους δυο μας, είπα). Τόσο καιρό γκρίνιαζα που δεν είχα λίγο χρόνο για μένα και τώρα τι; Άβυσσος η ψυχή της μάνας τελικά.
Στη συνέχεια πήγα μία βόλτα στο εμπορικό κέντρο,κοντά στο παιδικό σταθμό, να χαζέψω τα μαγαζιά, να ξεχαστώ, την μία ώρα που θα τον άφηνα μόνο. Αυτή η μία ώρα όμως μου φαινόταν ατελείωτη.
Έτσι κοντά στα 50 λεπτά γύρισα πίσω. Καθόμουνα πάλι κοντά στη πόρτα για να τον παρατηρήσω. Ήταν πάλι κοντά με τη δασκάλα του και έπαιζαν. Όχι πολύ χαρούμενα, αλλά έπαιζε. Ξαφνικά μόλις με είδε τα παράτησε όλα,άρχισε να κλαίει και τρέχοντας ήρθε στην αγκαλιά μου.
Μου είπε “μαμά μη με αφήσεις, θέλω να ρθω μαζί σου”. Τότε τον πήρα αγκαλιά, προσπάθησα να κρύψω την συγκίνηση μου και φύγαμε.
Σε όλο το δρόμο τον ρωτούσα τι έκανε αυτή την ώρα που ήταν μόνος του, μου έλεγε ότι έπαιξε και ότι έκλαψε, αλλά λέει λίγο όχι πολύ. Έτσι χέρι-χέρι στο δρόμο, περπατούσαμε χαρούμενοι και οι δύο. Εγώ επειδή έβλεπα το παιδάκι μου να μεγαλώνει και να κοινωνικοποιείται και αυτός είχε μία υπερηφάνεια, καθώς του έδινα τα εύσημα, που τα κατάφερε και έκατσε μόνος του και έπαιξε και έκλαψε αλλά λίγο όχι πολύ, όπως λέει και αυτός.
Φτάσαμε σπίτι και αναλογιζόμουν, τελικά για ποιον ήταν πιο δύσκολη η προσαρμογή για το παιδάκι μου ή για μένα;
Αυτή ήταν η μικρή ιστορία μας για το παιδικό σταθμό, θα σας ενημερώσουμε για τις νέες μας περιπέτειες. Περιμένουμε τις δικές σας ιστορίες. Μέχρι τότε αγωνιστικούς χαιρετισμούς γλυκές μου μανούλες.

Λατρεύω τα ταξίδια!

