Notebook,  Σκέψεις

Το μπαλόνι

Σήμερα πήγαμε βόλτα με τα παιδιά στην Αριστοτέλους. Η κόρη μου έχει λατρεία με τα μπαλόνια (όπως πολλά παιδάκια υποθέτω). Ήθελε πάση θυσία να της αγοράσουμε ένα μπαλόνι από έναν πλανόδιο, ξέρετε αυτά με το ήλιον που πετάνε.

Της πήραμε λοιπόν ένα μπαλόνι με τον αγαπημένο της ήρωα.

Ήταν τόσο χαρούμενη. Το κρατούσε, έτρεχε και κοιτούσε πίσω της αν την ακολουθεί. Είχε ξετρελαθεί. Της εξηγήσαμε ότι σε περίπτωση που της φύγει από το χέρι θα πετάξει ψηλά. Της προτείναμε να το δέσουμε από την άκρη στο μπουφάν της σε περίπτωση που της φύγει. Δεν ήθελε με τίποτα. Ήθελε να το κρατά η ίδια. Να το οδηγεί, να το τραβάει και να το κατευθύνει.

Μετά από λίγο όμως, στραβοπάτησε, πήγε να πέσει. Άνοιξε τα χεράκια της και το μπαλόνι άρχισε να πετά ψηλά.

Κάνεις μας δεν το πρόλαβε και το βλέπαμε όλο ένα να απομακρύνεται. Σε δευτερόλεπτα τα ματάκια της κόρης μου είχαν γεμίσει δάκρυα και σε λίγο μια κραυγή ξέσπασε σαν σειρήνα από το στόμα της. Έκλαιγε σπαρακτικά. Με λυγμούς και αναφιλητά. Είχαν κοκκινίσει τα μάγουλα της, είχαν βραχεί τα μαλλιά της και συνέχιζε να κλαίει τόσο δραματικά που όλα τα τραπέζια γύρω μας σταμάτησαν ό,τι έκαναν και μας κοιτούσαν. Είχαμε γίνει θέαμα στη μέση της Αριστοτέλους. Ένα νήπιο να κλαίει σπαρακτικά και να φωνάζει ότι θέλει το μπαλόνι της και εμείς ανήμποροι να την ηρεμήσουμε.

Τότε σκέφτηκα να εφαρμόσω τις τεχνικές που έχω διαβάσει σε τόσα βιβλία. Ενεργητική ακρόαση, ενσυναίσθηση…

Καταρχήν δεν με ενδιέφερε που είμαι. Είτε ήμουν στο κέντρο της Αριστοτέλους με όλα τα μάτια των περίεργων καρφωμένα πάνω μας είτε ήμουν στη μέση του σαλονιού μου, ένα και το αυτό. Έσκυψα στο ύψος της, την κοίταξα και της είπα “πρέπει να στενοχωρήθηκες πολύ! Δείχνεις πολύ αναστατωμένη”. Τότε ξέσπασε από το μικρό της στόμα ένα ακατανόητο σύνολο από κλάματα κοφτές ανάσες και μπερδεμένα λόγια. Την πήρα μια μεγάλη αγκαλιά, έπεσε μέσα στην αγκαλιά μου πλήρως ματαιωμένη και κουρασμένη από την έκρηξη που είχε προηγηθεί. Σιγά σιγά η ανάσα της βρήκε το ρυθμό της, τα δάκρυα στέγνωσαν και ήταν φανερά πιο ήρεμη. Τότε μου εξήγησε πόσο πολύ στενοχωρήθηκε που της έφυγε το μπαλόνι από το χέρι. Δεν πρόλαβε να παίξει μαζί του όσο ήθελε και το θέλει πίσω.

Μείναμε αρκετή ώρα εκεί να το χαζεύουμε όπως πετούσε μακριά. Είχε ανέβει τόσο ψηλά που πια δεν φαινόταν.

“Που πήγε;” με ρώτησε μετά από ώρα,

“Έφυγε μακριά, του έδωσες τη δυνατότητα να πετάξει τόσο ψηλά όσο κανένα άλλο μπαλόνι. Είδε πολύ ωραίες εικόνες από εκεί πάνω και είμαι σίγουρη πως έκανε καινούριους φίλους”.

“Ναι” μου είπε, “θα έχει φίλους τα πουλιά και τα σύννεφα”.

Χαμογέλασε για μια στιγμή.

Σκούπισε τα δάκρυα στα μάτια της και με έπιασε από το χέρι για να φύγουμε.Αυτό ήταν; σκέφτηκα. Ήθελε απλά κάποιον να την καταλάβει; κάπου να πει τον πόνο της; Προχωρήσαμε λίγο και άρχισε πάλι να κλαίει.

“Μαμά θα μου λείψει το μπαλόνι μου, δεν πρόλαβα να του δείξω το δωμάτιο μου

Τότε κάτσαμε σε ένα παγκάκι και συμφωνήσαμε πως επειδή το μπαλόνι χάθηκε τόσο νωρίς (ζήτημα αν το κράτησε 10 λεπτά) θα της αγοράσουμε ενα καινούριο με τη προϋπόθεση ότι θα μας άφηνε να το δέσουμε κάπου για ασφάλεια ώστε να μη χαθεί και αυτό. Συμφώνησε αμέσως.

Μόλις τελειώσαμε τη κουβέντα μπροστά μας βρέθηκε άλλος ένας πλανόδιος. Πήραμε το επομενο μπαλόνι, το δέσαμε στο μπουφάν και το κρατούσε και η ίδια με όλη της τη δύναμη. Δεν το άφησε ούτε μέσα στο αμάξι.

Όταν φτάσαμε σπίτι ξετρελάθηκε να το γυρνάει από δωμάτιο σε δωμάτιο και να του δείχνει τα πάντα.

Το βράδυ διαβάσαμε την ιστορία του Τικ και της Τέλλα “το μπαλόνι”. Όπου με τον ίδιο τρόπο ένα μπαλόνι φεύγει από τα χέρια του Τικ και σκάει. “ΧΑ!” Λέει, “το δικό μου δεν έσκασε, πέταξε ψηλά, είδε όμορφες εικόνες και έχει για φίλους του τα σύννεφα και τα πουλιά!”



Τι ωραία που είναι η ζωή όταν την κοιτάς μέσα από τα μάτια ενός παιδιού!

Στη προηγούμενη ζωή, ήμουν θαλασσοπόρος!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *